απόρροια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απόρροια | οι | απόρροιες |
| γενική | της | απόρροιας | των | απορροιών |
| αιτιατική | την | απόρροια | τις | απόρροιες |
| κλητική | απόρροια | απόρροιες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απόρροια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόρροια < ἀπορρέω < ἀπό (από-) + ῥέω
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈpo.ɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πόρ‐ροι‐α
- τονικό παρώνυμο: απορία
Ουσιαστικό
απόρροια θηλυκό
- το αποτέλεσμα, το επακόλουθο, η εκροή, η συνέπεια συγκεκριμένου αιτίου
- η επιτυχία του είναι απόρροια σκληρής δουλειάς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.