αποδέκτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποδέκτης οι αποδέκτες
      γενική του αποδέκτη των αποδεκτών
    αιτιατική τον αποδέκτη τους αποδέκτες
     κλητική αποδέκτη αποδέκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποδέκτης < αρχαία ελληνική ἀποδέκτης < ἀποδέχομαι < ἀπό + δέχομαι

Ουσιαστικό

αποδέκτης αρσενικό

  1. αυτός που αποδέχεται κάτι, που το παραλαμβάνει
  2. (τηλεπικοινωνίες, πληροφορική) sink: συσκευή ή πρόγραμμα που δέχεται και επεξεργάζεται σήμα, μήνυμα, πληροφορία, ροή δεδομένων (data stream), κλπ.
    συντομογραφία: (τηλεπικοινωνίες) Sk [1]
     συνώνυμα: (τηλεπικοινωνίες) δέκτης, (πληροφορική) παραλήπτης
     αντώνυμα: (τηλεπικοινωνίες) πομπός, (πληροφορική) πηγή

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.