λήπτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λήπτης οι λήπτες
      γενική του λήπτη των ληπτών
    αιτιατική τον λήπτη τους λήπτες
     κλητική λήπτη λήπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λήπτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή λήπτης[1] < λαμβάνω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈlip.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λήπτης

Ουσιαστικό

λήπτης αρσενικό (θηλυκό λήπτρια)

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.