διαβιβαστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διαβιβαστής | οι | διαβιβαστές |
| γενική | του | διαβιβαστή | των | διαβιβαστών |
| αιτιατική | τον | διαβιβαστή | τους | διαβιβαστές |
| κλητική | διαβιβαστή | διαβιβαστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
διαβιβαστής αρσενικό
- (στρατιωτικός βαθμός) στρατιωτικός ή στρατιώτης που υπηρετεί στις διαβιβάσεις
Μεταφράσεις
διαβιβαστής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.