ΟΤΕ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ΟΤΕ < Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈte/
Συντομομορφή
ΟΤΕ αρσενικό άκλιτο ακρωνύμιο
- εταιρεία για τις τηλεπικοινωνίες στην Ελλάδα (κρατική έως το 1996)
-
ΟΤΕ στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ΟΤΕ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.