ἀποδέχομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀποδέχομαι < (ἀπό) ἀπο- + δέχομαι

Ρήμα

ἀποδέχομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. αποδέχομαι τις θεωρίες κάποιου και γίνομαι μαθητής του
  2. επιδοκιμάζω, παραδέχομαι, εγκρίνω
  3. δέχομαι την παρουσία κάποιου
  4. εννοώ

  • ιωνικός τύπος: ἀποδέκομαι

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.