ἀποδέχομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ἀποδέχομαι (αποθετικό ρήμα)
- αποδέχομαι τις θεωρίες κάποιου και γίνομαι μαθητής του
- επιδοκιμάζω, παραδέχομαι, εγκρίνω
- δέχομαι την παρουσία κάποιου
- εννοώ
- ιωνικός τύπος : ἀποδέκομαι
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- ἀποδέχομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀποδέχομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.