παραλήπτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παραλήπτης οι παραλήπτες
      γενική του παραλήπτη των παραληπτών
    αιτιατική τον παραλήπτη τους παραλήπτες
     κλητική παραλήπτη παραλήπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παραλήπτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παραληπτής (εισπράκτορας φόρων) με μετακίνηση τόνου κατά τα -λήπτης & σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική receiver[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾaˈli.ptis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παραλήπτης

Ουσιαστικό

παραλήπτης αρσενικό (θηλυκό παραλήπτρια)

  1. αυτός στον οποίο αποστέλλεται κάτι (πχ επιστολή) και πρέπει να το παραλάβει
  2. (τηλεπικοινωνίες, δίκτυο υπολογιστών) συσκευή που δέχεται και επεξεργάζεται σήμα, μήνυμα, πληροφορία, ροή δεδομένων (data stream), κλπ.
     συνώνυμα: (τηλεπικοινωνίες) δέκτης, (πληροφορική) αποδέκτης
     αντώνυμα: (τηλεπικοινωνίες) πομπός, (πληροφορική) πηγή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.