receveur
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- receveur < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʁə.sə.vœʁ/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| receveur | receveurs |
receveur (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) ο φοροεισπράκτορας, ο εφοριακός
- ο εισπράκτορας (λεωφορείου, ...)
- (ιατρική) αυτός που δέχεται αίμα
- (ιατρική) αυτός που δέχεται μέρος ιστού ή ένα όργανο
- ο αποδέκτης ενός ντουζ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.