σηματωρός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σηματωρός | οι | σηματωροί |
| γενική | του | σηματωρού | των | σηματωρών |
| αιτιατική | τον | σηματωρό | τους | σηματωρούς |
| κλητική | σηματωρέ | σηματωροί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
σηματωρός αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.