ανορθόγραφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανορθόγραφος | η | ανορθόγραφη | το | ανορθόγραφο |
| γενική | του | ανορθόγραφου | της | ανορθόγραφης | του | ανορθόγραφου |
| αιτιατική | τον | ανορθόγραφο | την | ανορθόγραφη | το | ανορθόγραφο |
| κλητική | ανορθόγραφε | ανορθόγραφη | ανορθόγραφο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανορθόγραφοι | οι | ανορθόγραφες | τα | ανορθόγραφα |
| γενική | των | ανορθόγραφων | των | ανορθόγραφων | των | ανορθόγραφων |
| αιτιατική | τους | ανορθόγραφους | τις | ανορθόγραφες | τα | ανορθόγραφα |
| κλητική | ανορθόγραφοι | ανορθόγραφες | ανορθόγραφα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανορθόγραφος < ανορθόγραφ(ία) + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)[1] ή μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική malorthografphié[2] Μορφολογικά αναλύεται σε αν- στερητικό + ορθό- + -γραφος με αναμενόμενο τύπο ορθο- + -γράφος[3] (κατά το ορθογράφος, όπως στη σημασία των συνθέτων σε -γράφος). Δείτε και το ανορθογράφος.
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.oɾˈθo.ɣɾa.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νορ‐θό‐γρα‐φος
- τονικό παρώνυμο: ανορθογράφος
Επίθετο
ανορθόγραφος, -η, -ο
- (για άτομα) που κάνει ορθογραφικά λάθη
- άλλες μορφές: ανορθογράφος
- ≠ αντώνυμα: ορθογράφος (ουσιαστικό)
- (για κείμενα) που περιέχει ορθογραφικά λάθη
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ανορθογραφία, ορθογραφία, ορθός και γραφή
Αναφορές
- ανορθόγραφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ανορθόγραφος-ανορθογράφος (σχόλιο) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
- ανορθόγραφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ανορθόγραφος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ανορθόγραφος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.