ανορθογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ανορθογράφος | οι | ανορθογράφοι |
| γενική | του/της | ανορθογράφου | των | ανορθογράφων |
| αιτιατική | τον/την | ανορθογράφο | τους/τις | ανορθογράφους |
| κλητική | ανορθογράφε | ανορθογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανορθογράφος < αν- στερητικό + ορθογράφος < ορθο- + -γράφος. Δείτε και ανορθόγραφος.
Προφορά
- ΔΦΑ : /an.oɾ.θoˈɣɾa.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νορ‐θο‐γρά‐φος
- τονικό παρώνυμο: ανορθόγραφος
Ουσιαστικό
ανορθογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- που είναι ανορθόγραφος, που γράφει ανορθόγραφα, που κάνει ορθογραφικά λάθη
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ανορθογραφία, ορθογραφία, ορθός και γραφή
Μεταφράσεις
ανορθογράφος
|
Πηγές
- ανορθογράφος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.