ορθο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ορθο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀρθο- (όρθιος, σωστός). Για σύγχρονους όρους λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία ortho- όπως στη γαλλική ortho-. Μορφολογικά αναλύεται σε ορθ(ός) + -ο-
(ιατρικοί όροι σχετικοί με το ορθό) < (καθαρεύουσα) ὀρθ(ὸν ἒντερον) (εννοείται έντερο) + -ο-[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /oɾ.θo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ορθο-

Πρόθημα

ορθο-, ορθό- (και ορθ- πριν από φωνήεν)

  1. πρώτο συνθετικό που δηλώνει ότι το δεύτερο συνθετικό
    1. είναι όρθιο
      ορθοστασία
      ορθάνοιχτος
    2. είναι σωστό, χωρίς λάθη, ή έχει σχέση με τη λογική, τον ορθό λόγο
      ορθογραφία
      ορθόδοξος
    3. (γεωμετρία) είναι σε ορθή γωνία
      ορθογώνιο
      ορθόπρισμα
    4. (ιατρική) έχει κανονικό σχηματισμό
      ορθοδοντική
  2. (ιατρική) πρώτο συνθετικό που δηλώνει σχέση με το ορθό, το τέλος του παχέος εντέρου
    ορθοσκόπηση

Σύνθετα

  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ορθο- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ορθό- στο Βικιλεξικό
  • Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ορθ- στο Βικιλεξικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.