ορθο-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ορθο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀρθο- (όρθιος, σωστός). Για σύγχρονους όρους λόγιο ενδογενές δάνειο: διαγλωσσική ορολογία ortho- όπως στη γαλλική ortho-. Μορφολογικά αναλύεται σε ορθ(ός) + -ο-
- (ιατρικοί όροι σχετικοί με το ορθό) < (καθαρεύουσα) ὀρθ(ὸν ἒντερον) (εννοείται έντερο) + -ο-[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /oɾ.θo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐θο-
Πρόθημα
ορθο-, ορθό- (και ορθ- πριν από φωνήεν)
- πρώτο συνθετικό που δηλώνει ότι το δεύτερο συνθετικό
- (ιατρική) πρώτο συνθετικό που δηλώνει σχέση με το ορθό, το τέλος του παχέος εντέρου
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ορθο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ορθό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ορθ- στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
- "ορθο-" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.