ανάπτυγμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ανάπτυγμα | τα | αναπτύγματα |
| γενική | του | αναπτύγματος | των | αναπτυγμάτων |
| αιτιατική | το | ανάπτυγμα | τα | αναπτύγματα |
| κλητική | ανάπτυγμα | αναπτύγματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ανάπτυγμα ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.