δίπλωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δίπλωση | οι | διπλώσεις |
| γενική | της | δίπλωσης* | των | διπλώσεων |
| αιτιατική | τη | δίπλωση | τις | διπλώσεις |
| κλητική | δίπλωση | διπλώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, διπλώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δίπλωση < αρχαία ελληνική δίπλωσις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.