σύμπτυγμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σύμπτυγμα | τα | συμπτύγματα |
| γενική | του | συμπτύγματος | των | συμπτυγμάτων |
| αιτιατική | το | σύμπτυγμα | τα | συμπτύγματα |
| κλητική | σύμπτυγμα | συμπτύγματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsim.ptiɣ.ma/
Μεταφράσεις
σύμπτυγμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.