length
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| length | lengths |
Ουσιαστικό
length (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το μήκος
- ↪ a room ten feet in length and eight in width - δωμάτιο μήκους δέκα ποδιών και πλάτους οκτώ
- ↪ The length of the sideline must range from 100 to 110 meters.
- Το μήκος της πλάγιας γραμμής πρέπει να κυμαίνεται από 100 μέχρι 110 μέτρα.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η διάρκεια, το χρονικό διάστημα που διαρκεί κάτι
- ↪ the length of time - η διάρκεια χρόνου
- ↪ the length of a lease - η διάρκεια μιας μίσθωσης
Εκφράσεις
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.