πτύσσω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πτύσσω < *πτύχ-jω < αρχαϊκός πληθυντικός πτύχες του πτύξ[1] < αβέβαιης ετυμολογίας
Συγγενικά
- πτυχή
- πτυσσόμενος
- πτύγμα & σύνθετα
- πτυκτός
- πτύξ
- πτύξις & σύνθετα
- πτύχιον
- πτύχιος
- πτυχίς
- πτυχώδης
Σύνθετα
- ἀναπτύσσω
- συμπτύσσω
- ἀμφιπτύσσομαι
- ἀποπτύσσω
- δεκάπτυχος
- διαπτύσσω
- δίπτυχος
- ἐκπτύσσω
- ἑξάπτυχος
- ἐπιπτύσσω
- μονόπτυχος
- περιπτύσσω
- πολύπτυχος
- προσπτύσσω
- τετράπτυχος
- τρίπτυχος
- ὑποπτύσσω
νέα ελληνικά: -πτυγμα, -πτυξη
Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-πτυγμα»
Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-πτυξη»
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- πτύσσω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πτύσσω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.