growth
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| growth | growths |
Ετυμολογία
- growth < grow + -th
Ουσιαστικό
growth (en)
- (μη μετρήσιμο) η ανάπτυξη, η διαδικασία σε ανθρώπους, ζώα ή φυτά που αναπτύσσονται σωματικά, διανοητικά ή συναισθηματικά
- ↪ physical/mental growth - σωματική/πνευματική ανάπτυξη
- (μη μετρήσιμο) η αύξηση του μεγέθους, της ποσότητας ή του βαθμού κάτι
- ↪ the annual growth rate of the population - ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του πληθυσμού
- (μη μετρήσιμο) η οικονομική ανάπτυξη
- ↪ the growth of our economy - η ανάπτυξη της οικονομίας μας
- (ιατρική) ο όγκος, μη φυσιολογική μάζα που έχει διευρυνθεί εις βάρος του οργανισμού εντός αυτού
- ↪ a benign/malignant growth - καλοήθης/κακοήθης όγκος
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η τούφα, κάτι που μεγάλωσε
- ↪ a thick growth of weeds - μια πυκνή τούφα αγριόχορτα
- ↪ a beard of three days growth - γένια τριών ημερών
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.