αμάλαγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμάλαγος η αμάλαγη το αμάλαγο
      γενική του αμάλαγου της αμάλαγης του αμάλαγου
    αιτιατική τον αμάλαγο την αμάλαγη το αμάλαγο
     κλητική αμάλαγε αμάλαγη αμάλαγο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμάλαγοι οι αμάλαγες τα αμάλαγα
      γενική των αμάλαγων των αμάλαγων των αμάλαγων
    αιτιατική τους αμάλαγους τις αμάλαγες τα αμάλαγα
     κλητική αμάλαγοι αμάλαγες αμάλαγα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αμάλαγος < μεσαιωνική ελληνική αμάλαγος < ἀ- + μαλάσσω

Επίθετο

αμάλαγος

  1. που δεν έχει μαλαχτεί
     συνώνυμα: αμάλαχτος, αμαλάκωτος
     αντώνυμα: μαλαγμένος, μαλακωμένος
  2. που δεν τον έχουν πειράξει, δεν τον έχουν ακουμπήσει
     συνώνυμα: ανέγγιχτος, άθικτος, ανέπαφος, παρθενικός, απείραχτος, αγνός, καθάριος
  3. που δεν του έχουν γίνει προσμίξεις με άλλα υλικά
     συνώνυμα: γνήσιος, καθαρός
  4. που δεν έχει βοσκηθεί
     συνώνυμα: αβόσκητος
  5. που δεν υποχωρεί, δεν μεταπείθεται
     συνώνυμα: άκαμπτος, ανυποχώρητος, αμετάπειστος
  6. γνήσιος, αγνός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.