ανέπαφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανέπαφος η ανέπαφη το ανέπαφο
      γενική του ανέπαφου της ανέπαφης του ανέπαφου
    αιτιατική τον ανέπαφο την ανέπαφη το ανέπαφο
     κλητική ανέπαφε ανέπαφη ανέπαφο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανέπαφοι οι ανέπαφες τα ανέπαφα
      γενική των ανέπαφων των ανέπαφων των ανέπαφων
    αιτιατική τους ανέπαφους τις ανέπαφες τα ανέπαφα
     κλητική ανέπαφοι ανέπαφες ανέπαφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανέπαφος < αρχαία ελληνική ἀνέπαφος < ἀ- + ἐπαφή < ἐπαφάω

Επίθετο

ανέπαφος, -η, -ο

  1. που δεν τον έχουν ακουμπήσει ή δεν χρειάζεται να τον ακουμπήσουν
  2. που δεν έχει υποστεί βλάβη ή φθορές

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.