πειράζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πειράζω < αρχαία ελληνική πειράζω < πεῖρα
Ρήμα
πειράζω
Συγγενικά
Μεταφράσεις
πειράζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πειράζω < πεῖρα
Ρήμα
πειράζω
- δοκιμάζω
- προσπαθώ
- δελεάζω, βάζω σε πειρασμό
- (ελληνιστική σημασία , ειδικότερα, κακόσημο) προσπαθώ να παρασύρω σε κάτι κακό
Πηγές
- πειράζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πειράζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.