πειράζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πειράζω < αρχαία ελληνική πειράζω < πεῖρα

Ρήμα

πειράζω

  1. ενοχλώ
  2. ακουμπώ και μετακινώ ή αλλάζω ελαφρά τη θέση
  3. αστεΐζομαι, περιπαίζω, χωρατεύω
  4. βλάπτω, κάνω κακό
  5. (μεταφορικά) κάνω μετατροπές, προσθήκες ή μικροαλλαγές, αλλάζω κάτι, ειδικά σε συσκευές ή μηχανές
    Έχει πειράξει την εξάτμιση για να έχει καλύτερη απόδοση, αλλά κάνει πιο πολύ φασαρία τώρα.

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πειράζω < πεῖρα

Ρήμα

πειράζω

  1. δοκιμάζω
  2. προσπαθώ
  3. δελεάζω, βάζω σε πειρασμό
  4. (ελληνιστική σημασία , ειδικότερα, κακόσημο) προσπαθώ να παρασύρω σε κάτι κακό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.