αλληλοπάθεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αλληλοπάθεια | οι | αλληλοπάθειες |
| γενική | της | αλληλοπάθειας | των | αλληλοπαθειών |
| αιτιατική | την | αλληλοπάθεια | τις | αλληλοπάθειες |
| κλητική | αλληλοπάθεια | αλληλοπάθειες | ||
| Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αλληλοπάθεια < ελληνιστική κοινή ἀλληλοπάθεια[1] [2] (αμοιβαία αστρολογική επίδραση[1]) < αρχαία ελληνική ἀλλήλων + -πάθεια (πάσχω)
- (γραμματική): (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Reziprozität[2]
- (βοτανική): (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική allelopathy[2] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική allélopathie[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.li.loˈpa.θi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐λη‐λο‐πά‐θει‐α
Ουσιαστικό
αλληλοπάθεια θηλυκό
- (γραμματική) κοινή / αμοιβαία ενέργεια ορισμένων υποκειμένων, που περνά / μεταβαίνει από το ένα στο άλλο και εκφράζεται με τα αλληλοπαθή ρήματα ή αντωνυμίες
- (χημεία) αμοιβαία αλληλεπίδραση
- (βοτανική) η απελευθέρωση από ένα φυτό μιας τοξίνης για την καταστολή της ανάπτυξης γειτονικών ανταγωνιστικών φυτών
Συγγενικά
Μεταφράσεις
βοτανική
|
- αλληλοπάθεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αλληλοπάθεια - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.