αλληλοπαθητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλληλοπαθητικός | η | αλληλοπαθητική | το | αλληλοπαθητικό |
| γενική | του | αλληλοπαθητικού | της | αλληλοπαθητικής | του | αλληλοπαθητικού |
| αιτιατική | τον | αλληλοπαθητικό | την | αλληλοπαθητική | το | αλληλοπαθητικό |
| κλητική | αλληλοπαθητικέ | αλληλοπαθητική | αλληλοπαθητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλληλοπαθητικοί | οι | αλληλοπαθητικές | τα | αλληλοπαθητικά |
| γενική | των | αλληλοπαθητικών | των | αλληλοπαθητικών | των | αλληλοπαθητικών |
| αιτιατική | τους | αλληλοπαθητικούς | τις | αλληλοπαθητικές | τα | αλληλοπαθητικά |
| κλητική | αλληλοπαθητικοί | αλληλοπαθητικές | αλληλοπαθητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αλληλοπαθητικός < αλληλοπαθής + -τικός ((βοτανική): (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική allelopathic[1])
Επίθετο
αλληλοπαθητικός
- (γραμματική) που εκφράζει / δηλώνει αλληλοπάθεια
- άλλες μορφές: αλληλοπαθής
- (βοτανική) που έχει σχέση με την αλληλοπάθεια ή αναφέρεται σ’ αυτή
- άλλες μορφές: αλληλοπαθής
Μεταφράσεις
γραμματική
|
- αλληλοπαθητικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.