αλληλοπαθής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλληλοπαθής | η | αλληλοπαθής | το | αλληλοπαθές |
| γενική | του | αλληλοπαθούς* | της | αλληλοπαθούς | του | αλληλοπαθούς |
| αιτιατική | τον | αλληλοπαθή | την | αλληλοπαθή | το | αλληλοπαθές |
| κλητική | αλληλοπαθή(ς) | αλληλοπαθής | αλληλοπαθές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλληλοπαθείς | οι | αλληλοπαθείς | τα | αλληλοπαθή |
| γενική | των | αλληλοπαθών | των | αλληλοπαθών | των | αλληλοπαθών |
| αιτιατική | τους | αλληλοπαθείς | τις | αλληλοπαθείς | τα | αλληλοπαθή |
| κλητική | αλληλοπαθείς | αλληλοπαθείς | αλληλοπαθή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αλληλοπαθής < αλληλοπάθεια + -παθής[1] (γραμματική: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réciproque[2])
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.li.lo.paˈθis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐λη‐λο‐πα‐θής
Επίθετο
αλληλοπαθής, -ής, -ές
- που εκφράζει αλληλοπάθεια
- (γραμματική) άλλη μορφή του αλληλοπαθητικός
- (βοτανική) που αλληλεπιδρά αμοιβαία με κάτι άλλο
- ↪ αλληλοπαθές φυτό
- (χημεία) που αλληλεπιδρά αμοιβαία με κάτι άλλο
- ↪ αλληλοπαθές εκχύλισμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αλληλοπάθεια
- Κατηγορία:Αλληλοπαθητικά ρήματα (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
- αυτοπαθής
Μεταφράσεις
Πηγές
- αλληλοπαθής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αλληλοπαθής - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αλληλοπαθής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αλληλοπαθής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.