αλληλενέργεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αλληλενέργεια | οι | αλληλενέργειες |
| γενική | της | αλληλενέργειας | των | αλληλενεργειών |
| αιτιατική | την | αλληλενέργεια | τις | αλληλενέργειες |
| κλητική | αλληλενέργεια | αλληλενέργειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
αλληλενέργεια
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.