αλληλοεπίδραση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλληλοεπίδραση οι αλληλοεπιδράσεις
      γενική της αλληλοεπίδρασης* των αλληλοεπιδράσεων
    αιτιατική την αλληλοεπίδραση τις αλληλοεπιδράσεις
     κλητική αλληλοεπίδραση αλληλοεπιδράσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αλληλοεπιδράσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

αλληλοεπίδραση θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.