αλληλεπιδράσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αλληλεπιδράσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλληλεπιδρώ
  2. θα αλληλεπιδράσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλληλεπιδρώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αλληλεπιδράσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αλληλεπίδραση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.