αμοιβαίος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμοιβαίος | η | αμοιβαία | το | αμοιβαίο |
| γενική | του | αμοιβαίου | της | αμοιβαίας | του | αμοιβαίου |
| αιτιατική | τον | αμοιβαίο | την | αμοιβαία | το | αμοιβαίο |
| κλητική | αμοιβαίε | αμοιβαία | αμοιβαίο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμοιβαίοι | οι | αμοιβαίες | τα | αμοιβαία |
| γενική | των | αμοιβαίων | των | αμοιβαίων | των | αμοιβαίων |
| αιτιατική | τους | αμοιβαίους | τις | αμοιβαίες | τα | αμοιβαία |
| κλητική | αμοιβαίοι | αμοιβαίες | αμοιβαία | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αμοιβαίος < αρχαία ελληνική ἀμοιβαῖος,α, ον < ἀμοιβή
Επίθετο
αμοιβαίος -α -ο
- που ενέχει ανταπόδοση (για αφηρημένες έννοιες)
- αμοιβαίες υποχωρήσεις, φιλοφρονήσεις, αμοιβαία αισθήματα, αμοιβαία αντιπάθεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.