ακρατής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακρατής | η | ακρατής | το | ακρατές |
| γενική | του | ακρατούς* | της | ακρατούς | του | ακρατούς |
| αιτιατική | τον | ακρατή | την | ακρατή | το | ακρατές |
| κλητική | ακρατή(ς) | ακρατής | ακρατές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακρατείς | οι | ακρατείς | τα | ακρατή |
| γενική | των | ακρατών | των | ακρατών | των | ακρατών |
| αιτιατική | τους | ακρατείς | τις | ακρατείς | τα | ακρατή |
| κλητική | ακρατείς | ακρατείς | ακρατή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
ακρατής, -ής, -ές
- που δεν είναι συγκρατημένος, δεν συγκρατιέται
- ακόλαστος, άσωτος, έκλυτος
- αδύναμος, που δεν υπερισχύει
- (ετυμολογία 2) που έχει ακράτεια
Σημειώσεις
έχει παρατηρηθεί ότι ο ακρατής αυτοπαρουσιάζεται ως αυθόρμητος, δίνοντας έμφαση στην θετική πτυχή της έννοιας
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ακρατής
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.