αισθητά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
αισθητά < αισθητός
Επίρρημα
αισθητά
- τόσο πολύ ώστε να το παρατηρεί κανείς
- έχεις παχύνει αισθητά τώρα τελευταία
Μεταφράσεις
αισθητά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.