αζιμούθιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αζιμούθιο | τα | αζιμούθια |
| γενική | του | αζιμούθιου & αζιμουθίου |
των | αζιμούθιων & αζιμουθίων |
| αιτιατική | το | αζιμούθιο | τα | αζιμούθια |
| κλητική | αζιμούθιο | αζιμούθια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αζιμούθιο < (λόγιο δάνειο) αγγλική azimuth < παλαιά γαλλική *azimut < αραβική اَلسُّمُوت ((al) as-sumuut, έναρθρος πληθυντικός οι κατευθύνσεις): [1] [2] αραβική سُمُوت (sumuut), πληθυντικός του سَمْت (samt, δρόμος, κατεύθυνση). Δείτε και το ζενίθ.

Αναπαράσταση υπολογισμού του αζιμούθιου.
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ziˈmu.θi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ζι‐μού‐θι‐ο
Ουσιαστικό
αζιμούθιο ουδέτερο
Πολυλεκτικοί όροι
- αζιμουθιακός προωστήρας
Εκφράσεις
- όλα τα αζιμούθια (πάσα κατεύθυνση)
Συγγενικά
- αζιμουθιακός
- αζιμουθόμετρο
- αλταζιμούθια
Μεταφράσεις
Αναφορές
- αζιμούθιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αζιμούθιο - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.