γεωδαισία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γεωδαισία οι γεωδαισίες
      γενική της γεωδαισίας των γεωδαισιών
    αιτιατική τη γεωδαισία τις γεωδαισίες
     κλητική γεωδαισία γεωδαισίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γεωδαισία < αρχαία ελληνική γεωδαισία < γῆ + δαίω «μοιράζω»

Ουσιαστικό

γεωδαισία θηλυκό

  1. επιστήμη που ασχολείται με την ακριβή περιγραφή της επιφάνειας της γης
    • πολυγωνισμός μεγάλων κύκλων ώστε να μεταφερθούν σε χάρτη

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γεωδαισία < γῆ + δαῖσις < δαίω

Ουσιαστικό

γεωδαισία θηλυκό

  • διανομή της γης

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.