διόπτευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διόπτευση | οι | διοπτεύσεις |
| γενική | της | διόπτευσης* | των | διοπτεύσεων |
| αιτιατική | τη | διόπτευση | τις | διοπτεύσεις |
| κλητική | διόπτευση | διοπτεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, διοπτεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διόπτευση < διοπτεύ(ω) + -ση
Μεταφράσεις
διόπτευση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.