αζιμουθιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αζιμουθιακός | η | αζιμουθιακή | το | αζιμουθιακό |
| γενική | του | αζιμουθιακού | της | αζιμουθιακής | του | αζιμουθιακού |
| αιτιατική | τον | αζιμουθιακό | την | αζιμουθιακή | το | αζιμουθιακό |
| κλητική | αζιμουθιακέ | αζιμουθιακή | αζιμουθιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αζιμουθιακοί | οι | αζιμουθιακές | τα | αζιμουθιακά |
| γενική | των | αζιμουθιακών | των | αζιμουθιακών | των | αζιμουθιακών |
| αιτιατική | τους | αζιμουθιακούς | τις | αζιμουθιακές | τα | αζιμουθιακά |
| κλητική | αζιμουθιακοί | αζιμουθιακές | αζιμουθιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αζιμουθιακός < αζιμούθι(ο) + -ακός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική azimuthal[1])
Επίθετο
αζιμουθιακός, -ή, -ό
Συγγενικά
- αζιμουθιακή διόπτρα
- → δείτε τη λέξη αζιμούθιο
Μεταφράσεις
- αζιμουθιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αζιμουθιακός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
