διαλλακτικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαλλακτικότητα οι διαλλακτικότητες
      γενική της διαλλακτικότητας των διαλλακτικοτήτων
    αιτιατική τη διαλλακτικότητα τις διαλλακτικότητες
     κλητική διαλλακτικότητα διαλλακτικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαλλακτικότητα < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα διαλλακτικότης < διαλλακτικ(ός) + (-ότης) -ότητα [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.a.la.ktiˈko.ti.ta/ & /ði̯a.la.ktiˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διαλλακτικότητα

Ουσιαστικό

διαλλακτικότητα θηλυκό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.