intolérance
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| intolérance | intolérances |
Ουσιαστικό
intolérance (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) η έλλειψη ανεκτικότητας
- η αδιαλλαξία, η μισαλλοδοξία
- (ιατρική) υπερβολική αντίδραση του οργανισμού σε ένα φάρμακο ή κάποια ουσία, δυσανεξία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.