intolérance

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
intolérance intolérances

Ουσιαστικό

intolérance (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) η έλλειψη ανεκτικότητας
  2. η αδιαλλαξία, η μισαλλοδοξία
  3. (ιατρική) υπερβολική αντίδραση του οργανισμού σε ένα φάρμακο ή κάποια ουσία, δυσανεξία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.