αξεχώριστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αξεχώριστος | η | αξεχώριστη | το | αξεχώριστο |
| γενική | του | αξεχώριστου | της | αξεχώριστης | του | αξεχώριστου |
| αιτιατική | τον | αξεχώριστο | την | αξεχώριστη | το | αξεχώριστο |
| κλητική | αξεχώριστε | αξεχώριστη | αξεχώριστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αξεχώριστοι | οι | αξεχώριστες | τα | αξεχώριστα |
| γενική | των | αξεχώριστων | των | αξεχώριστων | των | αξεχώριστων |
| αιτιατική | τους | αξεχώριστους | τις | αξεχώριστες | τα | αξεχώριστα |
| κλητική | αξεχώριστοι | αξεχώριστες | αξεχώριστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- αξεχώριστα
- → δείτε τις λέξεις ξεχωρίζω, χωρίζω και χωρίς
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
αξεχώριστος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.