πισθάγκωνα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πισθάγκωνα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀπισθάγκωνα (< ὄπισθεν + ἀγκών), με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος[1]

Επίρρημα

πισθάγκωνα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.