διαγκωνισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διαγκωνισμός οι διαγκωνισμοί
      γενική του διαγκωνισμού των διαγκωνισμών
    αιτιατική τον διαγκωνισμό τους διαγκωνισμούς
     κλητική διαγκωνισμέ διαγκωνισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαγκωνισμός < ελληνιστική κοινή διαγκωνισμός[1][2][3] < διαγκωνίζομαι < αρχαία ελληνική διά + ἀγκών

Ουσιαστικό

διαγκωνισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. διαγκωνισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. διαγκωνισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. διαγκωνισμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.