παραγκωνισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παραγκωνισμός | οι | παραγκωνισμοί |
| γενική | του | παραγκωνισμού | των | παραγκωνισμών |
| αιτιατική | τον | παραγκωνισμό | τους | παραγκωνισμούς |
| κλητική | παραγκωνισμέ | παραγκωνισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παραγκωνισμός < παραγκωνίζω
Ουσιαστικό
παραγκωνισμός αρσενικό
- η ενέργεια του παραγκωνίζω, το παραμέρισμα κάποιου, ο υποσκελισμός του
Συγγενικά
Μεταφράσεις
παραγκωνισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.