αγκωνή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αγκωνή | οι | αγκωνές |
| γενική | της | αγκωνής | των | αγκωνών |
| αιτιατική | την | αγκωνή | τις | αγκωνές |
| κλητική | αγκωνή | αγκωνές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αγκωνή < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγκωνή < ἀγκών + γωνία (συμφυρμός) [1]
Αναφορές
- αγκωνή - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.