διαγκωνίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διαγκωνίζομαι < ελληνιστική κοινή διαγκωνίζομαι[1] [2] < αρχαία ελληνική διά + ἀγκών (σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική elbow through[2])
Ρήμα
διαγκωνίζομαι
- (λόγιο, κυριολεκτικά) προσπαθώ σπρώχνοντας με τους αγκώνες να περάσω ανάμεσα από πολλούς ανθρώπους με σπρωξίματα και αγκωνιές
- (λόγιο, μεταφορικά) ανταγωνίζομαι και διεκδικώ
Συγγενικά
- διαγκωνισμένος
- διαγκωνισμός
- → δείτε τις λέξεις διά και αγκώνας
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διαγκωνίζομαι | διαγκωνιζόμουν(α) | θα διαγκωνίζομαι | να διαγκωνίζομαι | ||
| β' ενικ. | διαγκωνίζεσαι | διαγκωνιζόσουν(α) | θα διαγκωνίζεσαι | να διαγκωνίζεσαι | (διαγκωνίζου) | |
| γ' ενικ. | διαγκωνίζεται | διαγκωνιζόταν(ε) | θα διαγκωνίζεται | να διαγκωνίζεται | ||
| α' πληθ. | διαγκωνιζόμαστε | διαγκωνιζόμαστε διαγκωνιζόμασταν |
θα διαγκωνιζόμαστε | να διαγκωνιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | διαγκωνίζεστε | διαγκωνιζόσαστε διαγκωνιζόσασταν |
θα διαγκωνίζεστε | να διαγκωνίζεστε | (διαγκωνίζεστε) | |
| γ' πληθ. | διαγκωνίζονται | διαγκωνίζονταν διαγκωνιζόντουσαν |
θα διαγκωνίζονται | να διαγκωνίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διαγκωνίστηκα | θα διαγκωνιστώ | να διαγκωνιστώ | διαγκωνιστεί | ||
| β' ενικ. | διαγκωνίστηκες | θα διαγκωνιστείς | να διαγκωνιστείς | διαγκωνίσου | ||
| γ' ενικ. | διαγκωνίστηκε | θα διαγκωνιστεί | να διαγκωνιστεί | |||
| α' πληθ. | διαγκωνιστήκαμε | θα διαγκωνιστούμε | να διαγκωνιστούμε | |||
| β' πληθ. | διαγκωνιστήκατε | θα διαγκωνιστείτε | να διαγκωνιστείτε | διαγκωνιστείτε | ||
| γ' πληθ. | διαγκωνίστηκαν διαγκωνιστήκαν(ε) |
θα διαγκωνιστούν(ε) | να διαγκωνιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διαγκωνιστεί | είχα διαγκωνιστεί | θα έχω διαγκωνιστεί | να έχω διαγκωνιστεί | διαγκωνισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις διαγκωνιστεί | είχες διαγκωνιστεί | θα έχεις διαγκωνιστεί | να έχεις διαγκωνιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διαγκωνιστεί | είχε διαγκωνιστεί | θα έχει διαγκωνιστεί | να έχει διαγκωνιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διαγκωνιστεί | είχαμε διαγκωνιστεί | θα έχουμε διαγκωνιστεί | να έχουμε διαγκωνιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διαγκωνιστεί | είχατε διαγκωνιστεί | θα έχετε διαγκωνιστεί | να έχετε διαγκωνιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διαγκωνιστεί | είχαν διαγκωνιστεί | θα έχουν διαγκωνιστεί | να έχουν διαγκωνιστεί | ||
Αναφορές
- διαγκωνίζομαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- διαγκωνίζομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.