αβράκωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβράκωτος η αβράκωτη το αβράκωτο
      γενική του αβράκωτου της αβράκωτης του αβράκωτου
    αιτιατική τον αβράκωτο την αβράκωτη το αβράκωτο
     κλητική αβράκωτε αβράκωτη αβράκωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβράκωτοι οι αβράκωτες τα αβράκωτα
      γενική των αβράκωτων των αβράκωτων των αβράκωτων
    αιτιατική τους αβράκωτους τις αβράκωτες τα αβράκωτα
     κλητική αβράκωτοι αβράκωτες αβράκωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αβράκωτος < α- στερητικό + βρακώ(νω) + -τος & (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική sans-culotte [1][2]

Επίθετο

αβράκωτος, -η, -ο

  1. (ιστορία) ονομασία που αναφέρεται σε ριζοσπαστικά τμήματα λαϊκών στρωμάτων κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης λόγω των απλών παντελονιών που φορούσαν τα μέλη τους, σε αντίθεση με τους αριστοκράτες και τους αστούς οι οποίοι φορούσαν κιλότες (culotte)
  2. (κυριολεκτικά και μεταφορικά) συνώνυμο του ξεβράκωτος
    Το πιτσιρίκι γυρίζει αβράκωτο μέσα στο σπίτι.
     συνώνυμα: άβρακος

Παροιμίες

  • έμαθε αβράκωτος και ντρέπεται βρακωμένος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.