αβράκωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αβράκωτος | η | αβράκωτη | το | αβράκωτο |
| γενική | του | αβράκωτου | της | αβράκωτης | του | αβράκωτου |
| αιτιατική | τον | αβράκωτο | την | αβράκωτη | το | αβράκωτο |
| κλητική | αβράκωτε | αβράκωτη | αβράκωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αβράκωτοι | οι | αβράκωτες | τα | αβράκωτα |
| γενική | των | αβράκωτων | των | αβράκωτων | των | αβράκωτων |
| αιτιατική | τους | αβράκωτους | τις | αβράκωτες | τα | αβράκωτα |
| κλητική | αβράκωτοι | αβράκωτες | αβράκωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αβράκωτος < α- στερητικό + βρακώ(νω) + -τος & (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική sans-culotte [1][2]
Επίθετο
αβράκωτος, -η, -ο
- (ιστορία) ονομασία που αναφέρεται σε ριζοσπαστικά τμήματα λαϊκών στρωμάτων κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης λόγω των απλών παντελονιών που φορούσαν τα μέλη τους, σε αντίθεση με τους αριστοκράτες και τους αστούς οι οποίοι φορούσαν κιλότες (culotte)
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) συνώνυμο του ξεβράκωτος
- Το πιτσιρίκι γυρίζει αβράκωτο μέσα στο σπίτι.
- ≈ συνώνυμα: άβρακος
Αριστοκράτης
με 'κιλότα'.
Αβράκωτος
sans-culotte.
Παροιμίες
- έμαθε αβράκωτος και ντρέπεται βρακωμένος
Αναφορές
- αβράκωτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αβράκωτος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.