culotte

Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
culotte culottes

culotte (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο, ενδυμασία, ιστορία) ανδρικό ρούχο που κάλυπτε το σώμα από τη ζώνη έως τα γόνατα (τα οποία έσφιγγε, αρχικά). Πιο κάτω, φορούσαν κάλτσες (bas). Ήταν χαρακτηριστική ενδυμασία των ευγενών (noblesse). Αργότερα, από τον 19ο αιώνα, αρχίζει να αποκαλείται παντελόνι (pantalon) και η λέξη αλλάζει σιγά σιγά έννοια και αρχίζει να σημαίνει το ομώνυμο εσώρουχο
     δείτε τη λέξη sans-culotte
  2. (ενδυμασία) η κιλότα, το βρακί

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη cul
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.