sans-culotte

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

sans-culotte < sans + culotte

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
sans-culotte sans-culottes

sans-culotte (fr) αρσενικό

  1. (ιστορία) αβράκωτος
    σημeίωση: πριν τη Γαλλική Επανάσταση του 1789, περιφρονητικό όνομα που έδιναν οι ευγενείς στους διαδηλωτές των χαμηλότερων στρωμάτων του λαού, οι οποίοι φορούσαν ριγέ παντελόνια αντί για τις κυλόττες (culotte) των ευγενών
  2. (ιστορία) κατά και αμέσως μετά τη Γαλλική Επανάσταση, όνομα των πιο ένθερμων επαναστατών

Επίθετο

      ενικός         πληθυντικός  
sans-culotte sans-culottes

sans-culotte (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • χαρακτηριστικός των παραπάνω διαδηλωτών

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.