κιλότα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κιλότα | οι | κιλότες |
| γενική | της | κιλότας | των | (κιλοτών) |
| αιτιατική | την | κιλότα | τις | κιλότες |
| κλητική | κιλότα | κιλότες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κιλότα < (λόγιο δάνειο) γαλλική culotte + -α [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ciˈlo.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐λό‐τα
Ουσιαστικό
κιλότα θηλυκό
- (ενδυμασία) γυναικείο εσώρουχο που περιβάλλει τους μηρούς και το υπογάστριο
- στρατιωτική περισκελίδα του ιππικού ή παντελόνι ιππασίας, παλιότερα φουσκωτό στους μηρούς και στενό κάτω
- ※ Πιὸ πίσω, ἕνας καβαλάρης μὲ κόκκινο ροῦχο καὶ ἕνα τρικαντὸ μὲ φτερά, ἄσπρη κιλότα καὶ ψηλὲς μαῦρες μπότες: ὁ Σταβλάρχης τοῦ Bασιλέως. (Περικλῆς Βυζάντιος, Ἡ ζωὴ ἑνὸς ζωγράφου, Αθήνα 1994)
- κυλόττα (μη απλοποιημένη)
Μεταφράσεις
γυναικείο εσώρουχο
Αναφορές
- κιλότα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.