ἵδρυμα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἵδρυμᾰ τὰ ἱδρύμᾰτ
      γενική τοῦ ἱδρύμᾰτος τῶν ἱδρυμᾰ́των
      δοτική τῷ ἱδρύμᾰτ τοῖς ἱδρύμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἵδρυμᾰ τὰ ἱδρύμᾰτ
     κλητική ! ἵδρυμᾰ ἱδρύμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἱδρύμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἱδρυμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἵδρυμα < ἱδρύω

Ουσιαστικό

ἵδρυμα ουδέτερο

  1. ναός, ιερό
  2. (ελληνιστική σημασία) ίδρυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.