ιδρυματοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιδρυματοποίηση οι ιδρυματοποιήσεις
      γενική της ιδρυματοποίησης* των ιδρυματοποιήσεων
    αιτιατική την ιδρυματοποίηση τις ιδρυματοποιήσεις
     κλητική ιδρυματοποίηση ιδρυματοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ιδρυματοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιδρυματοποίηση < ιδρυματοποιώ + -ση

Ουσιαστικό

ιδρυματοποίηση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.