ιδρύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ιδρύω < αρχαία ελληνική ἱδρύω < πρωτοελληνική *heďďomai < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sed-ye- < *sed- (κάθομαι)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ιδρύω | ίδρυα | θα ιδρύω | να ιδρύω | ιδρύοντας | |
| β' ενικ. | ιδρύεις | ίδρυες | θα ιδρύεις | να ιδρύεις | ίδρυε | |
| γ' ενικ. | ιδρύει | ίδρυε | θα ιδρύει | να ιδρύει | ||
| α' πληθ. | ιδρύουμε | ιδρύαμε | θα ιδρύουμε | να ιδρύουμε | ||
| β' πληθ. | ιδρύετε | ιδρύατε | θα ιδρύετε | να ιδρύετε | ιδρύετε | |
| γ' πληθ. | ιδρύουν(ε) | ίδρυαν ιδρύαν(ε) |
θα ιδρύουν(ε) | να ιδρύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ίδρυσα | θα ιδρύσω | να ιδρύσω | ιδρύσει | ||
| β' ενικ. | ίδρυσες | θα ιδρύσεις | να ιδρύσεις | ίδρυσε | ||
| γ' ενικ. | ίδρυσε | θα ιδρύσει | να ιδρύσει | |||
| α' πληθ. | ιδρύσαμε | θα ιδρύσουμε | να ιδρύσουμε | |||
| β' πληθ. | ιδρύσατε | θα ιδρύσετε | να ιδρύσετε | ιδρύστε | ||
| γ' πληθ. | ίδρυσαν ιδρύσαν(ε) |
θα ιδρύσουν(ε) | να ιδρύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ιδρύσει | είχα ιδρύσει | θα έχω ιδρύσει | να έχω ιδρύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ιδρύσει | είχες ιδρύσει | θα έχεις ιδρύσει | να έχεις ιδρύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ιδρύσει | είχε ιδρύσει | θα έχει ιδρύσει | να έχει ιδρύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ιδρύσει | είχαμε ιδρύσει | θα έχουμε ιδρύσει | να έχουμε ιδρύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ιδρύσει | είχατε ιδρύσει | θα έχετε ιδρύσει | να έχετε ιδρύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ιδρύσει | είχαν ιδρύσει | θα έχουν ιδρύσει | να έχουν ιδρύσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ιδρύομαι | ιδρυόμουν(α) | θα ιδρύομαι | να ιδρύομαι | ιδρυόμενος | |
| β' ενικ. | ιδρύεσαι | ιδρυόσουν(α) | θα ιδρύεσαι | να ιδρύεσαι | (ιδρύου) | |
| γ' ενικ. | ιδρύεται | ιδρυόταν(ε) | θα ιδρύεται | να ιδρύεται | ||
| α' πληθ. | ιδρυόμαστε | ιδρυόμαστε ιδρυόμασταν |
θα ιδρυόμαστε | να ιδρυόμαστε | ||
| β' πληθ. | ιδρύεστε | ιδρυόσαστε ιδρυόσασταν |
θα ιδρύεστε | να ιδρύεστε | (ιδρύεστε) | |
| γ' πληθ. | ιδρύονται | ιδρύονταν ιδρυόντουσαν |
θα ιδρύονται | να ιδρύονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ιδρύθηκα | θα ιδρυθώ | να ιδρυθώ | ιδρυθεί | ||
| β' ενικ. | ιδρύθηκες | θα ιδρυθείς | να ιδρυθείς | ιδρύσου | ||
| γ' ενικ. | ιδρύθηκε | θα ιδρυθεί | να ιδρυθεί | |||
| α' πληθ. | ιδρυθήκαμε | θα ιδρυθούμε | να ιδρυθούμε | |||
| β' πληθ. | ιδρυθήκατε | θα ιδρυθείτε | να ιδρυθείτε | ιδρυθείτε | ||
| γ' πληθ. | ιδρύθηκαν ιδρυθήκαν(ε) |
θα ιδρυθούν(ε) | να ιδρυθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ιδρυθεί | είχα ιδρυθεί | θα έχω ιδρυθεί | να έχω ιδρυθεί | ιδρυμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ιδρυθεί | είχες ιδρυθεί | θα έχεις ιδρυθεί | να έχεις ιδρυθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ιδρυθεί | είχε ιδρυθεί | θα έχει ιδρυθεί | να έχει ιδρυθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ιδρυθεί | είχαμε ιδρυθεί | θα έχουμε ιδρυθεί | να έχουμε ιδρυθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ιδρυθεί | είχατε ιδρυθεί | θα έχετε ιδρυθεί | να έχετε ιδρυθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ιδρυθεί | είχαν ιδρυθεί | θα έχουν ιδρυθεί | να έχουν ιδρυθεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.