ορφανοτροφείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ορφανοτροφείο | τα | ορφανοτροφεία |
| γενική | του | ορφανοτροφείου | των | ορφανοτροφείων |
| αιτιατική | το | ορφανοτροφείο | τα | ορφανοτροφεία |
| κλητική | ορφανοτροφείο | ορφανοτροφεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ορφανοτροφείο < μεσαιωνική ελληνική ὀρφανοτρόφος + -εῖον / ορφαν(ό) + -ο- + -τροφείο
Προφορά
- ΔΦΑ : /oɾ.fa.no.tɾoˈfi.o/
Μεταφράσεις
ορφανοτροφείο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.